γυμνόσωμος

γυμνόσωμος
-η, -ο
1. αυτός που έχει γυμνό σώμα
2. το ουδ. εν. ως ουσ. «το γυμνόσωμα» — μικρή μύγα που ζει επάνω στα άνθη, κυρίως στα σκιαδανθή
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυμνοσώματα
πτερόποδα μαλάκια με μικρό ατρακτοειδές σώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γυμνόσωμος — η, ο αυτός που έχει γδυτό το σώμα, ο γυμνός: Οι Πρωτόπλαστοι απεικονίζονται γυμνόσωμοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”